ἀναλωτέος
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
α, ον, to be spent, Pl.Lg.847e.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser gastado o consumido de los productos de la tierra, Pl.Lg.847c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾱλωτέος: -α, -ον, ρημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναλίσκω, ὃν πρέπει τις νὰ ἀναλώσῃ, Πλάτ. Νόμ. 847Ε.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾱλωτέος: adj. verb. к ἀναλίσκω.