στενόφλεβος
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
στενόφλεβον, with narrow, small veins, Gal.1.339, Paul.Aeg.1.67.
Greek (Liddell-Scott)
στενόφλεβος: -ον, ὁ ἔχων στενὰς ἢ μικρὰς φλέβας, Γαλην.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει στενές φλέβες («ὀλίγαιμον καὶ στενόφλεβον ἐργάζεται τὸ σῶμα», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. μεγαλό-φλεβος].