χυλώδης

From LSJ
Revision as of 06:30, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῡλώδης Medium diacritics: χυλώδης Low diacritics: χυλώδης Capitals: ΧΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: chylṓdēs Transliteration B: chylōdēs Transliteration C: chylodis Beta Code: xulw/dhs

English (LSJ)

χυλῶδες, contr. for χυλοειδής, Simp. in Ph.23.26, [Gal.]14.515, Gp.2.22.2.

German (Pape)

[Seite 1384] ες, zsgzgn statt χυλοειδής, – 1) fastartig. – 2) voll Saft, saftig, saftreich, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

χῡλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ χυλοειδής, Γαλην. 14. 515· τὸ χυλῶδες, ὁ χυμός, ὁ ὀπός, Διοσκ. 3. 22.

Greek Monolingual

-ες / χυλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χυλός
όμοιος με χυλό, πολτώδης (α. «χυλώδες παρασκεύασμα» β. «ὕδατι μείξας καὶ χυλῶδες ποιήσας», Γαλ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χυλῶδες
ο χυμός, ο οπός.