Ἀντιγονικός
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
English (LSJ)
Ἀντιγονική, Ἀντιγονικόν, = Ἀντιγόνειος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
antigónico o antigónida Ἀντιγονικῆς βασιλείας ἡ διαδοχή la sucesión de la estirpe real antigónida de Antígono Dosón, Plu.Arat.54.