ἀρρενογονία
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ἡ, begetting or bearing of male children, Arist.HA585b11.
Greek Monolingual
η (Α ἀρρενογονία) αρρενογόνος
η γέννηση αρσενικών παιδιών.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρενογονία: ἡ мужское потомство Arst.
German (Pape)
ἡ, das Zeugen und Gebären männlicher Kinder.