ἀσθενικός
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
ἀσθενική, ἀσθενικόν, weakly, παιδίον Arist.HA587a20, Timo 26.1, Luc.Tox.19. Adv. ἀσθενικῶς, αἰσθάνεσθαι Arist.Insomn.462a20.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 enfermizo τὸ παιδίον Arist.HA 587a20, βίος Ptol.Tetr.4.9.12, cf. 3.5.6, 13.16, Luc.Tox.19
•fig. flojo de los escritos de Jenofonte, Timo SHell.800.
2 adv. -ῶς débilmente en el sueño αἰσθάνεσθαί πῃ ... ἀ. μέντοι Arist.Insomn.462a20.
German (Pape)
[Seite 370] schwächlich, Arist. H. A. 5, 14; Luc. Tox. 19.
Russian (Dvoretsky)
ἀσθενικός: слабосильный, болезненный, хилый Arst., Luc., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσθενικός: -ή, -όν, ὁ μὴ σθεναρός, πάσχων, ἀδύνατος, φιλάσθενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 10. 3, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 55. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐλαφρῶς, Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 3. 17.
Greek Monolingual
και αστενικός, -ή, -ό (AM ἀσθενικός, -ή, -όν) ασθενής
1. ο φιλάσθενος, αυτός που εύκολα αρρωσταίνει
2. ο ανίσχυρος
3. αυτός που προκαλεί ασθένειες.