μαντική

From LSJ
Revision as of 21:01, 23 January 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ancient Greek: μαντεία, μαντείη, μαντηΐη;" to "Ancient Greek: μαντεία, μαντείη, μαντηΐη, μαντική, μαντευτική;")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

English (Woodhouse)

(see also: μαντικός) divination, art of prediction, art of prognosticating, power of prediction

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Russian (Dvoretsky)

μαντική: ἡ (sc. τέχνη) Her., Plat., Trag. = μαντευτική.

Greek Monolingual

η (Α μαντική)
η τέχνη του μάντη, η ικανότητα να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα («τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθέτου μαντικός.

Translations

divination

Bulgarian: предсказване; Catalan: endevinació; Chinese Mandarin: 卜筮, 占卜, 卜卦; Czech: věštba, věštění; Ewe: afakaka; Finnish: ennustaminen; French: divination; Galician: adivinación; German: Wahrsagerei, Wahrsagen; Greek: μαντεία; Ancient Greek: μαντεία, μαντείη, μαντηΐη, μαντική, μαντευτική; Hungarian: jövendölés; Indonesian: ramal, tenung; Irish: fáistine; Italian: divinazione; Japanese: 占い; Korean: 점(占), 복점(卜占); Latin: divinatio; Maori: niu; Ottoman Turkish: كبزه‎; Polish: wróżba, wróżenie; Portuguese: adivinhação, divinação; Russian: предсказание, прорицание, предвидение; Spanish: adivinación, divinación; Swahili: ramli; Turkish: kehanet, önbili