ικρίωμα
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἰκρίωμα) ικριώ
προσωρινό κατασκεύασμα από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια οικοδομή, η σκαλωσιά
2. ξύλινο κατασκεύασμα, εξέδρα
νεοελλ.
εξέδρα για την εκτέλεση καταδίκου με καρατόμηση
μσν.
στον πληθ. τὰ ἰκριώματα
τα στηρίγματα
αρχ.
ξύλινο κατασκεύασμα σε σχήμα εξέδρας.
Translations
scaffold
Albanian: skelë; Arabic: سِقَالَة, إِسْقَالَة; Azerbaijani: taxtabənd; Belarusian: будаўні́чыя лясы, рыштаванне; Bulgarian: скеле; Catalan: bastida; Cherokee: ᏗᏓᏛᏗ; Chinese Mandarin: 腳手架/脚手架; Czech: lešení; Danish: stillads; Dutch: stelling; Finnish: telineet; French: échafaudage, échafaud; Galician: estada, andavía, andamio, bailéo, taboado; Georgian: ხარაჩო; German: Gerüst, Baugerüst; Greek: σκαλωσιά; Ancient Greek: βάθρον, ἐσχαρεῖον, ἰκρίωμα, ἱμασσία, πῆγμα, σανίς; Hungarian: állványzat; Icelandic: vinnupallur, stillans, reisipallur; Ido: eshafodo; Indonesian: perancah; Irish: scafall; Italian: impalcatura, ponteggio; Japanese: 足場; Korean: 비계(飛階); Latin: pegma; Macedonian: скеле; Manx: scammalt; Maori: rangitupu, pouwhata; Norwegian Bokmål: stillas; Persian: داربست; Plautdietsch: Steilozh; Polish: rusztowanie; Portuguese: andaime; Romanian: schelărie; Russian: леса, подмостки; Serbo-Croatian Cyrillic: ске̏ла; Roman: skȅla; Slovak: lešenie; Slovene: oder; Spanish: andamio; Swedish: byggnadsställning; Tagalog: palapala; Turkish: iskele; Ukrainian: риштування; Welsh: sgaffald; Yiddish: רישטעוואַניע