ἀνόφθαλμος
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ἀνόφθαλμον, eyeless, without eyes, Tz.H.3.219.
Spanish (DGE)
-ον que no tiene ojos Tz.H.3.222.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόφθαλμος: -ον, ὁ στερούμενος ὀφθαλμῶν, ἀόμματος, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 219.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀνόφθαλμος, -ον)
νεοελλ.
ως ουσ. ονομασία μικρών κολεό πτερων που ζουν σε σκοτεινούς τόπους
μσν.
ο χωρίς οφθαλμούς.
Translations
eyeless
Eastern Mari: шинчадыме; French: sans yeux; German: augenlos, ohne Augen; Greek: αόμματος; Ancient Greek: ἄοψ, ἀνόφθαλμος, ἀνόμματος, λιποβλέφαρος, λιπόγληνος, ὀμματοστερής; Icelandic: augnalaus, sjónlaus; Komi-Permyak: синтӧм; Polish: bezoki; Russian: слепой, незрячий, безглазый, ничего не видящий; Turkish: gözsüz