Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
η / ψήφισις, ψηφίσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. ψάφιξξις Α
η ενέργεια του ψηφίζω, ψηφοφορία
νεοελλ.
1. εκλογή με ψηφοφορία
2. υπερψήφιση, έγκριση, επικύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίζω, -ομαι. Ο τ. ψάφιξξις, με εκφραστικό διπλό ουρανικό σύμφ., είναι παρλλ. διαλ. τ. (πρβλ. αόρ. ἐψάφιξα)].