Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
λακτίζω, ἐπικροτέω, γδουπέω, δουπέω, γδουπέω, ἐπιδουπέω, ἐπιγδουπέω, κομπέω, κλάζω, παταγέω, κρούω, ἐπικτυπέω, θυροκοπέω, κόπτω, ἐγκροτέω, συγκροτέω, κροτέω, ὀρχέομαι