ἐπικτυπέω

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικτῠπέω Medium diacritics: ἐπικτυπέω Low diacritics: επικτυπέω Capitals: ΕΠΙΚΤΥΠΕΩ
Transliteration A: epiktypéō Transliteration B: epiktypeō Transliteration C: epiktypeo Beta Code: e)piktupe/w

English (LSJ)

aor. 1 (v. infr.): aor. 2 ἐπέκτῠπον A.R.1.1136:—make a noise upon, τοῖν ποδοῖν ἐπικτυπῶν stamp on the ground with the feet, Ar.Ec.483; σάκεα ξιφέεσσιν ἐ. clashed on their shields with... A.R. l.c.; σακέεσσιν ἐ. Id.2.1081; strike, ἄντυγα Χηλαῖς Nonn. D. 38.397: abs., re-echo, respond, πᾶς δ' ἐπεκτύπησ' Ὄλυμπος Ar.Av.780; of a chorus, Plb.30.22.9.

German (Pape)

[Seite 954] (s. κτυπέω), dabei Lärm machen, τοῖν ποδοῖν ἐπικτυπῶν βάδιζε, mit den Füßen stampfend, Ar. Eccl. 483; σακέεσσιν ἐπέκτυπον Ap. Rh. 1, 1136 u. öfter; τῷ κυμβάλῳ, die Pauke schlagen, Luc. D. D. 12, 1; – πᾶς δ' ἐπεκτύπησ' Ὄλυμπος, erdröhnte, Ar. Av. 780; von Chören, entgegenschallen, Pol. 30, 13, 9.

French (Bailly abrégé)

ἐπικτυπῶ :
1 faire du bruit en frappant sur ou avec, τινι;
2 retentir, faire écho, répondre.
Étymologie: ἐπί, κτυπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικτῠπέω:
1 стучать, топать (τοῖν ποδοῖν Arph.);
2 ударять, бить (τῷ κυμβάλῳ Luc.);
3 давать отголосок, звучать в ответ, откликаться (πᾶς ἐπεκτύπησε Ὄλυμπος Arph.; τοῖς αὐληταῖς ἐπικτυπούντες χοροί Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικτῠπέω: ἀόρ. α΄ ἴδε κατωτ., ἀόρ. β΄ ἐπέκτῠπον, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1136: ― κτυπῶ ἐπί τινος, τοῖν ποδοῖν ἐπικτυπῶν, κτυπῶν τὸ ἔδαφος διὰ τῶν ποδῶν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 483˙ σάκεα ξιφέεσσιν ἐπέκτυπον Ἀπολλ. Ρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ σακέεσσιν ἐπέκτυπον ὁ αὐτ. Β. 1081˙ ἀπολ., ἀντηχῶ, πᾶς δ’ ἐπεκτύπησ’ Ὄλυμπος Ἀριστοφ. Ὄρν. 780˙ ἐπὶ χοροῦ, Πολύβ. 30. 13, 9.

Greek Monotonic

ἐπικτῠπέω: μέλ. -ήσω, κάνω θόρυβο μετά, αντηχώ, αντιλαλώ, απηχώ, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to make a noise after, re-echo, Ar.