γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
ἐφιελίς, -ίδος, ἡ (Α)μέρος της μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το μέτωπο, κάλυκας.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένος τ. αντί εφηλίς].