ποικιλίς
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, an unknown bird which eats the lark's eggs, Arist.HA609a6.
German (Pape)
[Seite 649] ἡ, Name eines bunten Vogels, wie Stieglitz, Arist. H. A. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ),
sorte d'oiseau tacheté, pê le chardonneret, ARSTT. HA 9.1.
Étymologie: ποικίλος.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλίς: ίδος (ῐδ) ἡ «пеструшка» (род птицы) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλίς: -ίδος, ἡ, ἄγνωστόν τι πτηνὸν (πιθ. φέρον στίγματα) ὅπερ τρώγει τὰ ᾠὰ τοῦ κορυδαλλοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 13.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
είδος πτηνού, πιθ. με διάστικτο πτέρωμα, το οποίο τρώγει τα αβγά του κορυδαλλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. αγαθίς)].