σαμβαλουχίς
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = σαμβαλούχη.
Greek Monolingual
ίδος, ἡ, Α
σαμβαλούχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον + -ουχίς (< -οῦχος + κατάλ. -ίς, -ίδος)].