ἀντιμωλία
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
German (Pape)
[Seite 256] ἡ, Prozess, bei dem sich beide Parteien persönlich einfinden, s. ἑτερομωλία; auch ἀντιμολία, wie von ἀντιμολεῖν.
Greek Monolingual
η αντιμήλος
φρ. («δίκη ή εξέταση κατ' αντιμωλία» — η διεξαγωγή της συζήτησης στο ακροτήριο με τη συμμετοχή όλων των διαδίκων.