ἀξιόπλοκος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
German (Pape)
[Seite 270] στέφανος, des Windens wert, Ignat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόπλοκος: -ον, ὁ ἀξίως πεπλεγμένος, στέφανος Ἰγνατ. ἐπιστολ. πρὸς Μαγν. 13. σ. 21.
Spanish (DGE)
-ον convenientemente entrelazado στέφανος Ign.Magn.13.1.
Greek Monolingual
ἀξιόπλοκος, -ον (Α)
αυτός που έχει επάξια πλεχθεί («αξιόπλοκος στέφανος», Ιγνάτιος Θεοφ.)