ἐπίχυμα
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἐπιχέω) an eye-disease,
A = ὑπόχυμα, Sch.rec.A. Pr.499, Phlp. in de An.350.33.
II extra amount of oil, PRyl.97.5 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1005] τό, Zuguß, Zufluß, Schol. Aesch. Prom. 499.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχῠμα: τό, (ἐπιχέω) ὑπόχυμα, ἀμαύρωσις τῶν ὀφθαλμῶν, Σχόλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 499 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ἐπάργεμα.
Greek Monolingual
το (AM ἐπίχυμα)
νεοελλ.
η βάπτιση με ραντισμό της Καθολικής Εκκλησίας (και όχι με κατάδυση στην κολυμπήθρα
αρχ.-μσν.
επίχυση, ασθένεια τών οφθαλμών που προκαλεί κακή, θαμπή όραση.