μονοπάθεια
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ, suffering in one part of the body only, Alex.Aphr.Pr.1.143 (pl.).
German (Pape)
[Seite 204] ἡ, das Alleinleiden, das Leiden eines einzelnen Teiles allein, τῶν ὀφθαλμῶν, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
μονοπάθεια: [πᾰ], ἡ, τὸ πάθος ἑνὸς μόνον μέρους τοῦ σώματος, μονοπάθεια τῶν ὀφθαλμῶν Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 143.
Greek Monolingual
μονοπάθεια, ἡ (Α)
ασθένεια που προσβάλλει ένα μόνο μέρος του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. δισκοπάθεια].