καρτερέω

From LSJ
Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερέω Medium diacritics: καρτερέω Low diacritics: καρτερέω Capitals: ΚΑΡΤΕΡΕΩ
Transliteration A: karteréō Transliteration B: kartereō Transliteration C: kartereo Beta Code: kartere/w

English (LSJ)

   A to be steadfast, patient, S.Ph.1274, Men.Sam.112, etc.; ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν E.Alc.1078, cf. Th.7.64; κ. μάχῃ E.Heracl.837; κ. ἐλπίδι τινός Th.2.44: freq. with a Prep., κ. πρός τι to hold up against a thing, e.g. πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Pl.R.556c; πρὸς λιμὸν καὶ ῥῖγος X.Cyr.2.3.13; ἐπὶ τοῖς παροῦσι Isoc.6.48, cf. Pl. La.194a; κ. ἐν ταῖς ἡδοναῖς to be patient or temperate in... Id.Lg. 635c; ἐν πολέμῳ Id.La.193a; κ. ἀπὸ τοῦ ὕπνου refrain therefrom, Ael.NA13.13: c. part., persevere in doing, οἱ δ' ἐκαρτέρουν πρὸς κῦμα λακτίζοντες E.IT1395; κ. ἀναλίσκων ἀργύριον φρονίμως Pl.La.192e; ἀκούων Aeschin.3.241; κ. ἐν ἐπιτηδεύμασιν Isoc.2.32; also τὰ δείν' ἐκαρτέρουν was strangely obdurate or obstinate, S.Aj.650: in later Prose meaning little more than wait, καρτέρει καὶ θεώρει wait and see, LXX 2 Ma.7.17; οὐ κ. μέχρι θαλάμων ἐλθεῖν S.E.M.1.291.    II c. acc. rei, bear patiently, endure, τὰ δ' ἀδύναθ' ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον E.IA1370; κ. θεοῦ δόσιν Id.Alc.1071; τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα X.Mem.1.6.7; τὸν τῶν ὑπεροπτικῶν ὄγκον Isoc.1.30; πολλὴν κακοπάθειαν Arist.Pol.1278b27:—Pass., κεκαρτέρηται τἀμά my time for patience is over, E.Hipp.1457.--In Hsch., οὐ καρτεριάδδει· οὐ φρόνιμος εἶ, should prob. be οὐ καρτερίδδει (Lacon. for καρτερίζει).

German (Pape)

[Seite 1330] stark, muthig, standhaft sein, ausdauern, bes. im Unglück u. in Gefahren; πότερον δέδοκταί σοι μένοντι καρτερεῖν Soph. Phil. 1258; καρτερεῖς ἔτ' ἐν δόμοις Eur. Hec. 1223; ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Alc. 1081; μάχῃ, im Kampfe, Heracl. 837; c. part., πρὸς κῦμα λακτίζοντες I. T. 1395; τίς ἂν τὰ τοιαῦτα καρτερήσειεν ἀκούων Aesch. 3, 241; ὑπομένοντα καρτερεῖν ὅπου δεῖ Plat. Gorg. 507 b; καὶ θαῤῥῶν Theaet. 157 d; καὶ ἡσυχίαν ἄγειν Phaed. 117 e; Ggstz πτήσσω Conv. 184 a; ἐν πολέμῳ Lach. 193 a; ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν 194 a; καρτερεῖν ἐπὶ τοῖς παροῦσι Isocr. 6, 48; πρός τι, gegen Etwas standhaft sein, es aushalten, πρὸς λιμὸν καὶ ῥῖγος Xen. Cyr. 2, 3, 13, πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Plat. Rep. VIII, 556 b. – Auch mit dem acc., ertragen, τὰ δεινά, eigtl. stark sein zum Schrecklichen, Soph. Ai. 635; τὰ ἀδύνατα ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον Eur. I. A. 1370; τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα Xen. Mem. 1, 6, 7; τὸν ὄγκον Isocr. 1, 30; πολλὴν κακοπάθειαν Arist. pol. 3, 6. – Auch = sich einer Sache enthalten, standhaft gegen sie sein, ἀπὸ τοῦ ὕπνου Ael. H. A. 13, 13. – Eur. hat auch das pass. gebildet, Hipp. 1457, wo auf die Aufforderung ἀλλὰ καρτέρει geantwortet wird κεκαρτέρηται τἀμά.