αποστέλλω

From LSJ
Revision as of 13:04, 14 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

κ. αποστέλνω (ΑΜ ἀποστέλλω)
1. στέλνω κάπου πρόσωπο ή πράγμα
2. διώχνω
μσν.- νεοελλ.
1. ειδοποιώ, στέλνω εντολή
2. ξεπροβοδίζω
3. (η μτχ. πρκμ.) ὁ ἀπεσταλμένος
ο πληρεξούσιος
αρχ.
1. στέλνω σε κάποια εργασία ή υπηρεσία
2. βγάζω τα ρούχα μου, γδύνομαι
3. (για τη θάλασσα) αποσύρομαι, αποχωρώ
4. (-ομαι) αναχωρώ.