υποκαπνισμός

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

ο / ὑποκαπνισμός, ΝΑ ὑποκαπνίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκαπνίζω, η παραγωγή καπνού για θεραπευτικούς σκοπούς
νεοελλ.
1. (ιατρ.-φαρμ.) η έκθεση ορισμένων τμημάτων του σώματος στην επίδραση του καπνού ή του ατμού καιόμενων φαρμακευτικών ουσιών
2. ιατρ. παραγωγή καπνών ή ατμών καιόμενων φαρμακευτικών ουσιών σε κλειστό χώρο για την απολύμανσή του, αλλ. υποθυμίαση.

Translations