ῥαντήρ

From LSJ
Revision as of 10:34, 19 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαντήρ Medium diacritics: ῥαντήρ Low diacritics: ραντήρ Capitals: ΡΑΝΤΗΡ
Transliteration A: rhantḗr Transliteration B: rhantēr Transliteration C: rantir Beta Code: r(anth/r

English (LSJ)

ῥαντῆρος, ὁ, (ῥαίνω)
A one who wets, especially of the inner corner of the eye, Nic. Th.673, cf. Poll.2.71.
II sprinkler, Mon.Ant.23.150 (Adanda).

German (Pape)

[Seite 833] ῆρος, ὁ, der Netzer, Benetzer, Besprenger; bei Nic. Th. 673 ist κανθὸς ῥαντήρ der vordere Augenwinkel.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαντήρ: ῆρος, ὁ, (ῥαίνω) ὁ ὑγραίνων, μάλιστα ἐπὶ τοῦ ἐσωτέρου κανθοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὃς καλεῖται καὶ πηγή, Νικ. Θ. 673, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 71.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. (για τη γωνία του ματιού προς το μέρος της μύτης) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα
2. αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαν- του ῥαίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαντήρ)].