κόσμος
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ὁ,
A order, κατὰ κόσμον in order, duly, εὖ κατὰ κ. Il.10.472, al.; οὐ κατὰ κ. shamefully, Od.8.179; μὰψ ἀτὰρ οὐ κατὰ κ. Il. 2.214: freq. in dat., κόσμῳ καθίζειν to sit in order, Od.13.77, cf. Hdt.8.67; οὐ κ. . . ἐλευσόμεθα Il.12.225; κ. θεῖναι τὰ πάντα Hdt.2.52, cf. 7.36, etc.; διάθες τάδε κ. Ar.Av.1331; κ. φέρειν bear becomingly, Pi.P.3.82; δέξασθαί τινα κ. A.Ag.521; σὺν κόσμῳ Hdt.8.86, Arist.Mu. 398b23; ἐν κόσμῳ Hp.Mul.1.3, Pl.Smp.223b; κόσμῳ οὐδενὶ κοσμηθέντες in no sort of order, Hdt.9.59; φεύγειν, ἀπιέναι οὐδενὶ κ., Id.3.13, 8.60.γ, etc.; ἀτάκτως καὶ οὐδενὶ κ. Th.3.108, cf. A.Pers.400; οὐκέτι τὸν αὐτὸν κ. no longer in the same order, Hdt.9.66; οὐδένα κ. ib.65, 69; ἦν δ' οὐδεὶς κ. τῶν ποιουμένων Th.3.77: generally, of things, natural order, γίνεται τῶν τεταρταίων ἡ κατάστασις ἐκ τούτου τοῦ κ. Hp. Prog.20. 2 good order, good behaviour, = κοσμιότης Phld.Mus. p.43 K.; discipline, D.18.216; οὐ κ., ἀλλ' ἀκοσμία S.Fr.846. 3 form, fashion, ιππου κόσμον ἄεισον δουρατέου Od.8.492; κ. ἐπέων ἀπατηλός Parm.8.52; ἐξηγεομένων . . τὸν κ. αὐτοῦ the fashion of it, Hdt.3.22; κ. τόνδε . . ὁ καταστησάμενος who established this order or from, Id.1.99. 4 of states, order, government, μεταστῆσαι τὸν κ. Th. 4.76, cf. 8.48, 67; μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κ. 8.72, etc.; esp. of the Spartan constitution, Hdt.1.65, Clearch.3: pl., πόλεων κόσμοι Pl.Prt. 322c. II ornament, decoration, esp. of women, Il.14.187, Hes.Op. 76, Hdt.5.92.ή; γυναικεῖος κ. Pl.R.373c, etc.; of a horse, Il.4.145; of men, Hdt.3.123, A.Th.397, etc.; γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας, of an olive-wreath, Pi.O.3.13, cf. 8.83, P.2.10, etc.; κ. κυνῶν X.Cyn.6.1; κ. καὶ ἔπιπλα Lys.12.19; κ. ἀργυροῦς a service of plate, Ath.6.231b; ἱερὸς κ. OGI90.40 (Rosetta, ii B. C.): pl., ornaments, A.Ag.1271; οἱ περὶ τὸ σῶμα κ. Isoc.2.32: metaph., of ornaments of speech, such as epithets, Id.9.9 (pl.), Arist.Rh.1408a14, Po.1457b2, 1458a33; ἁδυμελῆ κ. κελαδεῖν to sing sweet songs of praise, Pi.O.11 (10).13 (s.v.l.). 2 metaph., honour, credit, Id.N.2.8, I.6(5).69; κόσμον φέρει τινί it does one credit, Hdt.8.60, 142; γύναι, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει S.Aj.293; κ. τοῦτ' ἐστὶν ἐμοί Ar.Nu.914; οἷς κόσμος [ἐστὶ] καλῶς τοῦτο δρᾶν Th.1.5; ἐν κόσμῳ καὶ τιμῇ εἶναί τινι D.60.36; of persons, σὺ ἔμοιγε μέγιστος κ. ἔσει X.Cyr.6.4.3; ἡ μεγαλοψυχία οἷον κ. τις τῶν ἀρετῶν Arist.EN 1124a1. III ruler, regulator, title of chief magistrate in Crete, SIG712.57, etc.; collectively, body of κόσμοι, ib.524.1; τοῦ κ. τοῖς πλίασι ib.527.74: also freq. in pl., ib.528.1, al., Arist.Pol.1272a6, Str.10.4.18, 22; cf. κόρμος. IV Philos., world-order, universe, first in Pythag., acc.to Placit.2.1.1, D.L.8.48 (cf. [Philol.]21), or Parm., acc. to Thphr. ap. D.L.l.c.; κόσμον τόνδε οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ' ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ Heraclit.30; ὁ καλούμενος ὑπὸ τῶν σοφιστῶν κ. X.Mem.1.1.11: freq. in Pl., Grg.508a, Ti.27a, al.; ἡ τοῦ ὅλου σύστασίς ἐστι κ. καὶ οὐρανός Arist.Cael.280a21, cf. Epicur.Ep. 2p.37U., Chrysipp.Stoic.2.168, etc.; ὁ κ. ζῷον ἔμψυχον καὶ λογικόν Posidon. ap. D.L.7.139, cf. Pl.Ti.30b: sts. of the firmament, γῆς ἁπάσης τῆς ὑπὸ τῷ κόσμῳ κειμένης Isoc.4.179; ὁ περὶ τὴν γῆν ὅλος κ. Arist. Mete.339a20; μετελθεῖν εἰς τὸν ἀέναον κ., of death, OGI56.48 (Canopus, iii B. C.); but also, of earth, as opp. heaven, ὁ ἐπιχθόνιος κ. Herm. ap. Stob.1.49.44; or as opp. the underworld, ὁ ἄνω κ. Iamb.VP27.123; of any region of the universe, ὁ μετάρσιος κ. Herm. ap. Stob.1.49.44; of the sphere whose centre is the earth's centre and radius the straight line joining earth and sun, Archim.Aren.4; of the sphere containing the fixed stars, Pl.Epin.987b: in pl., worlds, coexistent or successive, Anaximand. et alii ap.Placit.2.1.3, cf. Epicur.l.c.; also, of stars, Νὺξ μεγάλων κ. κτεάτειρα A.Ag.356 (anap.), cf. Heraclid.et Pythagorei ap.Placit.2.13.15 (= Orph.Fr.22); οἱ ἑπτὰ κ. the Seven planets, Corp.Herm.11.7. 2 metaph., microcosm, ἄνθρωπος μικρὸς κ. Democr. 34; ἄνθρωπος βραχὺς κ. Ph.2.155; of living beings in general, τὸ ζῷον οἷον μικρόν τινα κ. εἶναί φασιν ἄνδρες παλαιοί Gal.UP3.10. 3 in later Gr., = οἰκουμένη, the known or inhabited world, OGI458.40 (9 B.C.), Ep.Rom.1.8, etc.; ὁ τοῦ παντὸς κ. κύριος, of Nero, SIG814.31, cf. IGRom.4.982 (Samos); ἐὰν τὸν κ. ὅλον κερδήσῃ Ev.Matt.16.26. 4 men in general, φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κ. Ev.Jo.7.4, cf. 12.19; esp. of the world as estranged from God by sin, ib.16.20, 17.9, al., 1 Ep.Cor. 1.21, etc. 5 οὗτος ὁ κ. this present world, i.e. earth, opp. heaven, Ev.Jo.13.1; regarded as the kingdom of evil, ὁ ἄρχων τοῦ κ. τούτου ib.12.31. V Pythag.name for six, Theol.Ar.37; for ten, ib.59.
German (Pape)
[Seite 1492] ὁ (nach den Alten von κομέω, vgl. aber κάδμος, κέκασμαι, καίνυμαι), 1) Schmuck, Zierde; ἐπειδὴ πάντα περὶ χροῒ θήκατο κόσμον Il. 14, 187, von Frauenputz, wie Hes. O. 76; von Pferdeschmuck, Il. 4, 145; γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας Pind. Ol. 3, 13; αἰγλᾶντα κόσμον P. 2, 10, öfter; Tragg.; κόσμῳ τε χαίρων καὶ στολῇ Soph. Trach. 764; auch im plur., Aesch. Ag. 1244; οὐ στέφανοι οὐδ' ἐπίχρυσοι κόσμοι Plat. Legg. VII, 800 e; γυναικεῖος κόσμος, Frauenputz, Rep. II, 373 c; übertr., γυναιξὶν κόσμον ἡ σιγὴ φέρει Soph. Ai. 286; so sagt die Panthea zu ihrem Manne σὺ γὰρ ἔμοιγε μέγιστος κόσμος ἔσει, Xen. Cyr. 6, 4, 2; οἷς κόσμος καλῶς τοῦτο δρᾶν, es gereicht ihnen zur Zierde, ist ihnen Ehre, Thuc. 1, 5, wie Her. οὐκ ἔφερέ οἱ κόσμον 8, 60, vgl. 142. Auch vom Schmuck der Rede, Arist. rhet. 3, 7 poet. 36. – 2) die Ordnung; οὐ κόσμῳ παρὰ ναῦφιν ἐλευσόμεθα, in Ordnung, Il. 12, 225; τοὶ δὲ κάθιζον ἐπὶ κληϊσιν ἕκαστοι κόσμῳ, sie saßen in geordneter Reihe, Od. 13, 77; διάθες τόδε κόσμῳ Ar. Av. 1331; in Prosa, ὡς δὲ κόσμῳ ἐπεξῆς ἵζοντο Her. 8, 67, κόσμῳ θέντες τὰ πάντα πρήγματα, von den Göttern, Alles anordnend, 2, 52, vgl. 7, 36; οἱ Αἰγύπτιοι ἔφευγον οὐδενὶ κόσμῳ, ohne alle Ordnung, 3, 13; auch οἱ Πέρσαι ἔφευγον οὐδένα κόσμον, 9, 65, öfter; auch τῶν Ἑλλήνων σὺν κόσμῳ ναυμαχεόντων κατὰ τάξιν, 8, 86; κόσμου καὶ τάξεως τυχοῦσα οἰκία Plat. Gorg. 504 a; Sp., wie Pol. 4, 71, 11; D. Hsl. 1, 24; ᾄδειν κατ' οὐδένα κόσμον Plut. Nicia. 3; ἀτάκτως καὶ οὐδενὶ κόσμῳ προσπίπτοντες verbindet Thuc. 3, 108, wie Aesch. τὸ δεξιὸν μὲν πρῶτον εὐτάκτως κέρας ἡγεῖτο κόσμῳ, Pers. 393; ἐν κόσμῳ πίνειν Plat. Conv. 223 b; οὐδένα κόσμον ἐμπιπλάμενοι, unmäßig, Her. 8, 117. – Bei Hom. oft κατὰ κόσμον der Ordnung, dem Anstand u. den guten Sitten gemäß, mit Anstand, nach Gebühr; εἰπὼν οὐ κατὰ κόσμον Od. 8, 179; μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον Il. 2, 214; auch verstärkt, εὖ κατὰ κόσμον, 10, 472 u. öfter; so auch εἴρηκας ἀμφὶ κόσμον ἀψευδῆ λόγον Aesch. Suppl. 243. – Daher = ordentliche Einrichtung, Anordnung; ἵππου κόσμον ἄεισον, des hölzernen Pferdes, Od. 8, 492; gesetzliche Ordnung, Staatseinrichtung, βουλομένων μεταστῆσαι τὸν κόσμον καὶ ἐς δημοκρατίαν τρέψαι Thuc. 4, 46; μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κόσμῳ 9, 72, vgl. 64. 72; κόσμον τόνδε καταστησάμενος Her. 1, 99; τῆς πολιτείας Isocr. 12, 116. – 3) bei den Kretern eine Obrigkeit, den spartanischen Ephoren entsprechend, Arist. polit. 2, 8; Inscr. – 4) die Weltordnung, das Weltall, die Welt, weil sich in der wunderbaren Anordnung aller ihrer Theile die höchste Ordnung kund giebt; zuerst von Pythagoras so bezeichnet (Bentley opusc. philol. p. 347. 445); nach ihm von Empedocles, vgl. Sturz p. 526; als Kunstausdruck bei den Philosophen, bes. von Aristoteles an geläufig; ποταγορεύεται ὁ κόσμος ἀπὸ τᾶς τῶν πάντων διακοσμάσιος Callicrat. bei Stob. fl. 85, 17.; über den Begriff des Wortes bei den Stoikern vgl. D. L. 7, 137; – bes. der Himmel u. die Himmelskörper, vgl. Plat. Tim. 28 b Gorg. 508 a Epin. 977 b; ἅπασα γῆ ὑπὸ τῷ κόσμῳ κειμένη Isocr. 4, 179; vgl. Pol. 12, 25, 7; ὁ περὶ τὴν γῆν ὅλος κόσμος Arist. Meteorl. 1, 2; τὸν ὅλον κόσμον καὶ τὰ θεῖα καὶ τὰς καλουμένας ὥρας νόμος καὶ τάξις διοικεῖν φαίνεται Dem. 26, 27; auch Anth. oft, wie Nonn.; später bei den K. S., wo es wie im N. T. auch das Irdische im Gegensatz zum Göttlichen bezeichnet.