χωρίς
English (LSJ)
Adv., also χωρί, q. v.: (v. χῆρος):—
A separately, apart, once in Il., 7.470; χ. μὲν πρόγονοι, χ. δὲ μέτασσαι, χ. δ' αὖθ' ἕρσαι Od.9.221, cf. 4.130, Sapph.Supp.20a.16, IG12.108.32, al.; χ. ἡ τιμὴ θεῶν A.Ag.637; κεῖται χ. ὁ νεκρός Hdt.4.62; χ. περὶ αὐτῶν ἑκάστου οἱ νόμοι κεῖνται Antipho 5.10; χίλια τάλαντα . . χ. θέσθαι set them apart, in reserve, Th.2.24; χ. οἰκεῖν live apart, have an independent establishment, D.4.36, 47.72; χ. γενόμενοι being separated, X.Cyr. 4.1.18; χ. ἀπ' ἀλλήλων Parm.8.56, Pl.Phd.98c; μή με χ. αἰτιῶ without evidence, S.OT608; χ. ποιῆσαι distinguish, Isoc.15.68; χ. βλέπειν look two ways, squint, Timocl.27.6; opp. κοινῇ, Isoc.12.160; opp. κοινόν, E.Hec.860; χ. δέ . . and separately, and besides, Th.2.13; separately, Lys.22.16, Plu.Arist.20; λέγειν χ. περὶ ἑκάστου Lexap.Aeschin.1.35; χ. καὶ ἐν μέρει Id.3.2; περὶ τὸ ἓν καὶ χ. about the one and without [the one] Arist.Ph.203a14; otherwise, χ. δὲ μηδαμῶς Pl.Lg.950c; χ. ἢ ὁκόσοι except so many as... Hdt.2.77; χωρὶς ἢ ὅσα D.C.53.21; χωρὶς ἤ ὅτι Hdt.1.94,4.61,82; also χ. εἰ μή (condemned by Ps.-Hdn.post Moer.p.462P.), Plu.2.698f, A.D.Pron. 91.8, al.; χ. πλήν Paus.1.34.4. 2 metaph., of different nature, kind, or quality, Semon.7.1; χ. τό τ' εἶναι καὶ τὸ μὴ νομίζεται E.Alc. 528; χ. τό τ' εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια S.OC808; χ. ᾤμην εἶναι τὸ συνεῖναί τε ἀλλήλοις διαλεγομένους καὶ τὸ δημηγορεῖν Pl.Prt.336b. II as Prep. c. gen., without, A.Ag.926, etc.; without the help or will of, χ. Ζηνός S.Tr.1002(lyr.): after its case, πόνου χ. Id.El.915, cf. Theon. Sm.p.1H. 2 separate from, apart from, χ. ἀθανάτων Pi.O.9.41; χ. ἀνθρώπων στίβου S.Ph.487; χωρὶς ᾤκισται θεῶν E.Hec.2; χ. ὀμμάτων ἐμῶν Id.Or.272; ἡ ψυχὴ χ. τοῦ σώματος Pl.Phd.67a, etc. 3 independently of, without reckoning, Hdt.1.93, 106, 6.58; χ. τε γένους οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ' ἢ σοί A.Pr.293 (anap.); χ. δὲ τῆς δόξης οὐδὲ δίκαιόν μοι δοκεῖ . . Pl.Ap.35b. 4 differently from, otherwise than, χ. μυρηρῶν τευχέων πνέων A.Fr.180.5; χ. δήπου σοφία ἐστίν ἀνδρείας Pl.La.195a, cf. D.19.13.
German (Pape)
[Seite 1388] 1) advb., gesondert, getrennt, besonders, einzeln; Hom. χωρὶς δ' αὖθ' Ἑλένῃ πόρε δῶρα, Od. 4, 130, u. öfter; χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι 9, 221; χωρὶς ἡ τιμὴ θεῶν Aesch. Ag. 623; Soph. O. C. 812; κεῖται χωρὶς ὁ νεκρός Her. 4, 62; χωρὶς ἤ, außer, χωρὶς ἢ ὁκόσοι, ausgenommen so viel wie, 2, 77; χωρὶς ἢ ὅτι, ausgenommen daß, 1, 94. 130. 164. 4, 61. 82; Plat. oft, χωρὶς ἀφελόντες ἀπὸ τῶν ἄλλων Polit. 258 c; χωρὶς διαιρεῖν, διαλαβεῖν u. ä.; über χωρὶς εἰ, χωρὶς εἰ μή u. χωρὶς πλήν vgl. Lob. zu Phryn. p. 459; χωρὶς οἰκεῖν, abgesondert wohnen, seine eigne Wirthschaft haben, Dem. 47, 35 u. öfter; Ggstz von κοινῇ Isocr. 12, 160. – Uebtr., verschiedenartig, von verschiedener Beschaffenheit, Simonds. mul. 1; vgl. Schäf. Theogn. 91; χωρὶς γενόμενοι, in verschiedene Schaaren getheilt, Xen. Cyr. 4, 1,18; – anders, von anderer Art, Soph. O. R. 208; – außerdem, Plat. Legg. XII, 950 c. – 2) praepos. c. genit., getrennt wovon, ohne; χωρὶς ἀθανάτων Pind. Ol. 9, 44; Aesch. Ag. 900; μή μ' ἀφῇς ἐρῆμον οὕτω χωρὶς ἀνθρώπων στίβου Soph. Phil. 485, u. oft; χωρὶς εἶναι ἀλλήλων, im Ggstz von ὁμοῦ εἶναι, Xen. Cyr. 6, 1,7; χωρὶς ὀμμάτων ἐμῶν, fern von meinen Augen, Eur. Or. 272; abgesehen wovon, außer, Her. 1, 93. 106. 6, 58; χωρίς τε γένους οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ' ἢ σοί Aesch. Prom. 290; – verschieden wovon, anders als, χωρὶς δήπου σοφία ἐστὶν ἀνδρείας Plat. Lach. 195 a, u. öfter, wie Sp.