εὐθηλής
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
ές,
A v. εὐθᾱλής.
German (Pape)
[Seite 1068] ές, dasselbe, reichlich, üppig, in dor. Form εὐθαλὴς τύχη Pind. P. 9, 72; καρποί Ar. Av. 1062; φύλλα Anyte 6 (IX, 313); πλάτανος Philip. 64 (IX, 247). S. auch εὐθαλής.