ἐγκλύζω
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
English (LSJ)
fut. -ύσω,
A rinse the inside of a thing, οἴνῳ with wine, D.S. 1.91. 2 soak, Dsc.5.75. 3 treat by clysters, τινά Id.4.154:— Pass., to be administered as a clyster or injection, Id.1.73, Eup.1.197, etc.
German (Pape)
[Seite 708] 1) inwendig ausspülen mit einem Klystier, Medic.; D. Sic. 1, 91. – 2) Einem ein Klystier beibringen, τινί, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκλύζω: μέλλ., -ύσω, πλύνω τὸ ἐσωτερικόν τινος, ἕτερος δὲ καθαίρει τῶν ἐγκοιλίων ἕκαστον ἐγκλύζων οἴνῳ φοινικείῳ καὶ θυμιάματι, περὶ τῶν ταριχευτῶν ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 91. 2) θεραπεύω διὰ κλυσμάτων, ἐγκλύζουσι τοὺς ἰσχιδιακοὺς Διοσκ. 4. 158. ‒ Παθ., τίθεμαι ὡς κλύσμα, ὁ αὐτ. 1. 101, κτλ.