κατάψυχρος
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ον,
A very cold, Hp.Art.67, S.E.P.1.125, etc.; τόπος Dsc. 2.76; χειμών Gp.1.12.33; of character, Vett.Val.11.32, al.
German (Pape)
[Seite 1393] sehr kalt, S. Emp. pyrrh. 1, 125 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάψυχρος: -ον, λίαν ψυχρός, Ἱππ. Ἄρθρ. 830, Σέξτ. Ἐμ. π. Π. 1. 125˙ κ. γῆ, κ. χειμὼν Γεωπον. 1. 12, 33.