διαρκής

From LSJ
Revision as of 09:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρκής Medium diacritics: διαρκής Low diacritics: διαρκής Capitals: ΔΙΑΡΚΗΣ
Transliteration A: diarkḗs Transliteration B: diarkēs Transliteration C: diarkis Beta Code: diarkh/s

English (LSJ)

ές,

   A sufficient, χώρα Th.1.15; τροφή Arist.HA626a2, Thphr.CP1.11.6; δυνάμεις D.H.4.23, etc.    2 lasting, ὠφέλεια D.3.33; ἐπὶ πολύ D.H.6.54: Comp., Luc.Anach.24: Sup., with staying power, of an athlete, Paus.6.13.3; ἵπποι Them.Or.11.146a. Adv. -κῶς S.E.P. 3.115, Eun.Hist.p.209D., Demoph.Sent.10, etc.; δ. ἔχειν τι to be amply provided with, Procop.Pers.1.21, al.: Sup. διαρκέστατα ζῆν in complete competence, X.Mem.2.8.6.

German (Pape)

[Seite 599] ές, hinreichend; χώρα, Thuc. 1, 15; χρήματα καὶ σῖτος, 6, 90, u. Sp.; εἴς τι, Plut. Fab. Max. 11; πρός τι, Dion. Hal. 4, 23; auch = anhaltend, ὑετοί, Plut. – Adv., διαρκῶς; superl., διαρκέστατα ζῆν εἰς τὸ γῆρας Xen. Mem. 2, 8, 6.

Greek (Liddell-Scott)

διαρκής: -ές, ἀρκετός, ἱκανός, ἐπαρκής, sufficiens, χώρα Θουκ. 1. 15· τροφή Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 36· δ. πρός τι Διον. Ἁλ. 4. 23, κτλ. 2) συνεχής, μόνιμος, διαρκὴς (χρονικ.), durans, ὠφέλεια Δημ. 37. 28· ἐπὶ πολὺ Διον. Ἁλ. 6. 54·― ὑπερθ. διαρκέστατος Παυσ. 6. 13, 3.― Ἐπίρρ. -κῶς, ὑπερθ. διαρκέστατα ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6.