ἀπόλουμα
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ἀποκάθαρμα, Sch.Ar.Eq.1401, Eust.1560.32.
German (Pape)
[Seite 313] τό, das Abgewaschene, τὸ ῥυπαρόν, Schol. Ar. Equ. 1398.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλουμα: -ατος, τό, ἀποκάθαρμα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1398, Εὐστ. 1560. 32.