ἀναχάζω
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
A make to recoil, force back, found only in poet. aor. 1, οὐδ' ἀνέχασσαν prob. in Pi.N.10.69. II mostly as Pass., ἀναχάζομαι, Ep. aor. ἀνεχασσάμην:—draw back, freq. in Il. of warriors, ἀλλ’ ἀναχασσάμενος λίθον εἵλετο 7.264, cf. 15.728, 16.819, 17.47, etc.; ἀναχασσάμενος νῆχον πάλιν giving way to the wave, Od.7.280: c. gen., ἀ. ἠπείροιο draw back from .., A.R.4.1241; ἐπὶ πόδα ἀναχάζεσθαι retire slowly, of soldiers, X.Cyr.7.1.34:—Act. in sense of Pass., Id.An.4.1.16.
German (Pape)
[Seite 214] (s. χάζω), zurückdrängen, ἀνέχασσεν Pind. N. 10, 69; zurückweichen, Xen. An. 4, 1, 16; sonst nur im med., schon bei Hom., im Kampfe zurückweichen, Il. 15, 728; ὀπίσσω ἀν., 16, 710; ἂψ ἀν., Hes. Sc. 336; übh. zurücktreten, umkehren, Od. 7, 280. 11, 97; in Prosa, ἐπὶ πόδα ἀνεχάζοντο Xen. Cyr. 7, 1, 34; An. 4, 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχάζω: κάμνω τινὰ νὰ ὑποχωρήσῃ, εὕρηται μόνον ἐν τῷ ποιητ. ἀορ. α΄, οὐδ’ ἀνέχασαν (κοιν. ἐνέσχασαν) «οὐδ’ ὑποχωρῆσαι πεποιήκασιν» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 10. 129. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πολύ μέσον, ἀναχάζομαι, Ἐπ. ἀόρ. ἀνεχασσάμην: - ὀπισθοχωρῶ, ὑποχωρῶ, συχν. ἐν Ἰλ., ἐπὶ πολεμιστῶν, ἀλλ’ ἀναχασσάμενος λίθον εἵλετο ΙΙ. 264· ἀλλ’ ἀνεχάζετο τυτθὸν Ο. 728· ἄψ ἀναχαζόμενον Π. 819, πρβλ. Ρ. 47, κτλ., ἀναχασσάμενος νῆχον πάλιν, ἀφεὶς ἐμαυτὸν εἰς τὸ κῦμα, «ὑποκαταβὰς ἔνηχον» (Εὐστ.), Ὀδ. Η. 280· -μετὰ γεν., ἀναχάζεται ἠπείροιο, ἀποσύρεται ἀπὸ..., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1241· ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Ξεν., οὐκ ἐδύναντο ἀντέχειν, ἀλλ’ ἐπὶ πόδα ἀνεχάζοντο, βραδέως ὑπεχώρουν χωρὶς νὰ στραφῶσιν, ἀλλὰ βλέποντες πρὸς τὸν ἐχθρόν, ἐπὶ μαχομένων στρατιωτῶν, Κύρ. 7. 1, 34· ἐν δὲ τῇ Ἀναβάσει (4. 1, 16) ὑπάρχει τὸ ἐνεργ. μετὰ παθ. σημασίας: ἐπιδιώκοντες καὶ πάλιν ἀναχάζοντες, ὀπισθοχωροῦντες.