ταλαιπώρημα
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ατος, τό,
A hardship, distress, Phalar.Ep. 135.2 (pl.), Secund.Sent.9.
German (Pape)
[Seite 1064] τό, Drangsal, Elend, Phalar.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαιπώρημα: τό, κακοπάθεια, ταλαιπωρία, μόχθος, Φαλάρ. Ἐπ. 139.