καρπάλιμος
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
[πᾰ], ον, (κάλπη A) Ep. Adj.
A swift, πόδες Il.16.342, 809, A.R.3.280, cf. Ar.Th.957 (lyr.): more freq. in Adv. -μως swiftly, Il. 1.359, etc. 2 eager, ravenous, γένυες Pi.P.12.20.
German (Pape)
[Seite 1328] (ἁρπάλιμος, von ἁρπάζω), reißend schnell; ποσὶ καρπαλίμοις Il. 16, 342. 809. 22, 166; Ar. Th. 957 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 280. – Bei Pind. P. 12, 20 wird ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων vom Schol. ἰσχυρῶν erkl., ist aber = ἁρπάλιμος zu nehmen. – Adv. καρπαλίμως, schnell, Il. 2, 17. 3, 117 Od. 2, 406 u. sonst, wie Ap. Rh. 3, 450.
Greek (Liddell-Scott)
καρπάλῐμος: -ον, (ἴδε ἐν λ. κραιπνός)· - Ἐπίκ. ἐπίθ., ταχύς, Λατ. rapidus, ἐπίθετον τῶν ποδῶν, Ἰλ. ΙΙ. 342, 809, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 280· οὕτω παρ' Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 957 (Λυρ.):- Ἀλλ᾽ ὁ Ὅμ. πολλῷ συνηθέστερον ἔχει τὸ Ἐπίρρ. καρπαλίμως, ταχέως, ὁρμητικῶς, Ἰλ. Α. 359, κτλ. 2) παρὰ Πινδ. ΙΙ. 12. 35, γένυες καρπ., πρόθυμοι σιαγόνες.