ἐγκατατάσσω
From LSJ
English (LSJ)
Att. ἐγκατατάττω,
A arrange or place in, Longin.10.7, Marcellin.Puls.474:—Pass., Onos.10.3; ῥυθμοὶ - τεταγμένοι ἀδήλως rhythms introduced unobtrusively, D.H.Comp.25 (cf. ἐγκαταχωρίζω).
German (Pape)
[Seite 706] att. -τάττω, darin, darunter ordnen, einsetzen, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατατάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, κατατάσσω ἢ τοποθετῶ εἰς, Λογγῖνος 10. 7, κτλ. ΙΙ. ἐπιδοκιμάζω, ἐγκρίνω, κυρῶ, Κλήμ. Ἀλ. 227.