ἧχι
From LSJ
English (LSJ)
(not ᾗχι), Ep. for ᾗ, Adv.
A where, Il.1.607, Call.Ap.91, etc.; ἧχί περ, D.P.176,258; ἧχί τε Id.67.
German (Pape)
[Seite 1180] auch ᾗχι geschrieben, p. = ᾗ, wo, Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἧχι: (οὐχὶ ᾗχι Ἡρῳδιαν. 1, 505), Ἐπ. ἀντὶ ᾗ, ἐπίρρ., ὅπου, Ὅμ. ἧχί περ, ἧχί τε Διον. Π.