ἐξαγοράζω

From LSJ
Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

German (Pape)

[Seite 861] aus-, aufkaufen; Plut. Crass. 2; παρά τινος, Pol. 3, 42, 2; loskaufen, D. Sic. 36, 1; auch im med., N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰγοράζω: ἀγοράζω τι παρά τινος, ἐξηγόρασε παρ’ αὐτῶν τά... πλοῖα Πολύβ. 3. 42, 2· ἀγοράζω καθ’ ὁλοκληρίαν, Πλουτ. Κράσσος 2: ― ἀπολυτρώνω, Διόδ. 36. 1· ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου Ἐπιστ. π. Γαλ. γ΄, 13· τροπικῶς ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι, ποιούμενοι φρόνιμον καὶ συνετὴν χρῆσιν τοῦ καιροῦ, ἀποβλέποντες εἰς τὸ ἀγαθόν, Ἐπιστ. π. Κολ. δ΄, 5· ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρὸν ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. ε΄, 16· τὴν αἰώνιον κόλασιν ἐξαγοραζόμενοι, λυτρούμενοι ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου κολάσεως, Μαρτύρ. Πολυκ. 1032Α.