ὑπεράγω

From LSJ
Revision as of 10:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεράγω Medium diacritics: ὑπεράγω Low diacritics: υπεράγω Capitals: ΥΠΕΡΑΓΩ
Transliteration A: hyperágō Transliteration B: hyperagō Transliteration C: yperago Beta Code: u(pera/gw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A lift up over, τὸ πεπονθὸς [σκέλος] ὑπεραγάγωμεν ταύτης (the cross-bar) Paul.Aeg.6.118: metaph., elevate, exalt, τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν App.BC4.92.    II excel, surpass, c. gen., Plb. 11.13.5; τοῖς ὀδοῦσι πάντων D.S.3.35: c. acc., ἡ πολιτείη ἡ ὑμετέρη ὑπερῆγε τὰς ἑτέρων Hp.Ep.27: mostly in part. ὑπεράγων, ουσα, ον, eminent, principal, αἰχμάλωτοι SIG588.67 (Milet., ii B. C.); extravagant, excessive, Phld.Herc.1251.5; extraordinary, D.S.13.90, etc.; ῥώμαις Id.5.17, etc.; c. acc., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑ. v. l. in Id.3.44; ἐν τᾶσι τοῖς ἔργοις -ων LXX Si.30.31 (33.23); ἡ ὑπεράγουσα ἐπιστροφή excessive twisting, Ph.Bel.58.21; cf. LXX 1 Ma.6.43, J.AJ15.7.6, al.

German (Pape)

[Seite 1189] (s. ἄγω), übertreffen, τινὸς καὶ διαφέρειν Pol. 11, 13, 5, u. a. Sp.; ὑπεράγων, übermäßig, außerordentlich, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράγω: μέλλ. -ξω, ἐξυψῶ, ἀνυψῶ, τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 92. ΙΙ. ὑπερέχω, ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, μετὰ γεν., Πολύβ. 11. 13, 5· πάντων τοῖς ὁδοῦσιν Διόδ. 3. 35· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχ., ὑπεράγων, ουσα, ον, ἔκτακτος, ἔξοχος, ὁ αὐτ. 13. 90, κλπ.· τινί, κατά τι, ὁ αὐτ. 5. 17, κλπ.· μετ’ αἰτ., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑπ. ὁ αὐτ. 3. 44 - πρβλ. ὑπεραγόντως. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπεράγοντα, ὑπερέχοντα, ‘τὸν δὲ ὑψηλὸν ἡλικίᾳ ὄντα, καὶ ὑπεράγοντα τὸν ἐπίσκοπον, τὴν βλάβην τῇ κεφαλῇ δέξασθαι’».