κούνικλος
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
German (Pape)
[Seite 1495] ὁ, = κόνικλος; Ath. IX, 400 f aus Pol. 12, 3, 10, wo jetzt κύνικλος steht; vgl. Ael. H. A. 13, 15, v. l. κόνικλος.
Greek (Liddell-Scott)
κούνικλος: ἴδε ἐν λ. κύνικλος.