μελιτουργία
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ἡ, μελῐτουργ-ός, όν, dub. ll. for μελιττουργία, -γός.
German (Pape)
[Seite 124] ἡ, μελιτουργικός u. μελιτουργός, v. l. von μελισσουργία u. s. w.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτουργία: ἡ, μελιτουργός, όν, ἀμφίβολος γραφὴ ἀντὶ μελιττουργία, -γός.