ὑπεξανίσταμαι
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
aor. 2 -ανέστην,
A arise, διαβολὴ ὑ. Plu.Cam. 22, cf. Luc.Merc.Cond.39; ὑ. τινί rise as a mark of respect for... Id.Demon.63, Plu.Lyc.20, etc.
German (Pape)
[Seite 1187] (s. ἵστημι), = ὑπανίσταμαι, παριόντι Luc. Demon. 63.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξανίσταμαι: ὑπανίσταμαι, Πλουτ. Πύρρ. 11, κλπ.· πρός τινι Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39· ὑπεξανίσταμαί τινι, προσηκώνομαι ἢ κάμνω τόπον εἴς τινα, Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 63 Πλουτ. Λυκοῦργ. 20, κλπ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 188.