μελισσοβότανον
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
τό,
A balm, Melissa officinalis, Sch. Theoc.4.25.
German (Pape)
[Seite 124] τό, Bienenkraut, Melisse, Schol. Theocr. 4, 25, heißt auch μελισσόφυλλον, auch μελίταινα.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσοβότᾰνον: τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. apiastrum, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 25˙ ὡσαύτως: μελισσό- ἢ μελίφυλλον, μελίτταινα ἢ μελίκταινα, μέλινον.