ξίφος

From LSJ
Revision as of 10:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξίφος Medium diacritics: ξίφος Low diacritics: ξίφος Capitals: ΞΙΦΟΣ
Transliteration A: xíphos Transliteration B: xiphos Transliteration C: ksifos Beta Code: ci/fos

English (LSJ)

[ῐ], Aeol. σκίφος (q. v.), εος, τό,

   A sword, ξ. μέγα, ὀξύ, Il.1.194, 4.530, etc., cf. A.Pr.863, Hdt.3.64, X.An.2.2.9, etc. ; ξ. ἄμφηκες Il.21.118, Od.16.80 ; ξ. ἀργυρόηλον χάλκεον Il.19.372 ; ξ. σὺν κολεῷ . . καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι 7.303 : used by Hom. as equivalent of ἄορ and φάσγανον, Od.11.48 (cf. 24, 82), 10.294 (cf. 321) ; cf. μάχαιρα.    2 power of life and death, Lat. jus gladii, Philostr.VA4.42.    II sword-shaped bone in the cuttle-fish (τευθίς), Arist.HA524b24, PA 654a21, Opp.H.3.558 ; also in the ξιφίας, Arist.Fr.325.    III = ξιφίον, Thphr.HP7.13.1.

German (Pape)

[Seite 280] τό (nach E. M. von ξύω, ξέω), Schwert, Degen; bei Hom. an einem Gehenk, τελαμών, über der Schulter getragen; ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον, Il. 2, 45; περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ' ὤμῳ, Od. 2, 3; es hängt an der Seite, ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ, 9, 300, ist mit einer Scheide versehen, ἕλκετο δ' ἐκ κολεοῖο μέγα ξίφος, Il. 1, 164, ἐκ κολεοῖο ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξύ, Il. 12, 190; vgl. 7, 303; ξίφος κουλεῷ ἐγκατέπηξα, Od. 11, 97; ἄμφηκες, Il. 21, 118 u. öfter; ἀργυρόηλον, χάλκεον, Od. 10, 261; Pind. nennt es λευρόν, N. 7, 27, χαλκότορον, P. 4, 147; ἐν κουλεᾠ κατασχοῖσα ξίφος, N. 10, 6; δίθηκτον, Aesch. Prom. 865; νεοσπαδὲς ξίφος ἔχων, Eum. 42, öfter; ἀμφίθηκτον, Soph. Ant. 1298; χεροῖν κολεῶν ἐρυστὰ διεπεραιώθη ξίφη, Ai. 730, öfter, wie Eur.; in Prosa, Her. 3, 64; Xen. Conv. 2, 11, kleine Dolche, von Taschenspielern und Jägern gebraucht, u. so auch Sp., wie Plut. Caes. 66. – Im engern Sinne der gerade Degen, zum Unterschiede von dem krummen Säbel, μάχαιρα. – Auch der degenförmige Knochen im Rücken des Blackfisches, Arist. part. an. 2, 8 H. A. 4, 1; Ath. VII, 314. – Bei Theophr. eine Pflanze.

Greek (Liddell-Scott)

ξίφος: [ῐ], Αἰολ. σκίφος (πρβλ. ξιφίας), εος, τό· - ὡς καὶ νῦν, Ὅμηρ., ὅστις παριστάνει αὐτὸ ὡς μέγα καὶ κοπτερὸν ἢ ὀξύ, μέγα, ὀξὺ Ἰλ. Α. 194., Δ. 530, κτλ.· ὡς δίστομον, ἄμφηκες Φ. 118, Ὀδ. ΙΙ. 80· κατεσκευάζετο δὲ ἐκ χαλκοῦ καὶ ἐκρέματο ἐκ τοῦ ὤμου διὰ τοῦ τελαμῶνος, Ἰλ. Β. 45., Γ. 18, κτλ.· ὁ Ὅμηρ. δὲν κάμνει διάκρισιν μεταξὺ τοῦ ξίφους καὶ τῶν λέξεων ἄορ καὶ φάσγανον, Ὀδ. Λ. 24, 48, 82, πρβλ. Κ. 294, 331· - ἀλλὰ διακρίνει αὐτὸ ἀπὸ τῆς μαχαίρας, (ἴδε ἐν λ.). ΙΙ. τὸ ἐν τῇ τευθίδι ξιφοειδὲς ὀστοῦν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 21, π. Ζ. Μορ. 2.8, 8. 2) = ξιφίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 306. ΙΙΙ. φυτόν τι (πρβλ. ξιφίον), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 1. (Πιθ. ὁ Αἰολ. τύπος σκίφος ἦν ὁ ἀρχαιότατος, πρβλ. Ἀρχ. Σκανδιν. skaf-a (ξυρίζω, ξέω, ῥυκανίζω), Ἀρχ. Γρμ. scab-a (ῥυκάνη), καὶ ἴδε Ξ, ξ. ΙΙ. 1, ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ξίφαι ὡς σημαῖνον τὴν σιδηρᾶν λεπίδα τῆς ῥυκάνης).