σύγγονος

From LSJ
Revision as of 10:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγγονος Medium diacritics: σύγγονος Low diacritics: σύγγονος Capitals: ΣΥΓΓΟΝΟΣ
Transliteration A: sýngonos Transliteration B: syngonos Transliteration C: syggonos Beta Code: su/ggonos

English (LSJ)

ον, poet. Adj.

   A = συγγενής, congenital, inborn, natural, ἀτρεμία Pi.N.11.12; σύγγονόν [ἐστι] βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι A.Ag.884.    II connected by blood, akin, Pi.P.9.108, E.Hipp.1379 (lyr.), etc.; σ. ἑστία Pi.O.12.14; σ. τέχναι the arts proper to his race, Id.P.8.60; συγγόνῳ φρενί A.Th.1039; συγγόνων Ἐρινύων Id.Ag. 1190: as Subst., brother, sister, E.IT805,795; σ. Διοσκόροιν Ἑλένη Id.Hec.441, etc.; σύγγονοι kinsfolk, Pi.O.8.80, P.3.39, E.IA 1153.    III native, of one's country, ὕδωρ S.Fr.911.

German (Pape)

[Seite 962] durch Blutsverwandtschaft verbunden, verwandt, verschwistert; im plur. die Verwandten; Pind. P. 3, 39. 9, 108; auch ἑστία, Ol. 12, 14; τέχναι, P. 8, 60; Aesch. Spt. 1025 u. sonst; Eur. oft, auch αἷμα σύγγονον, Herc. Fur. 1077. – Auch wie συγγενής, angeboren, σύγγονον βροτοῖσιν τὸν πεσόντα λακτίσαι πλέον, Aesch. Ag. 858.

Greek (Liddell-Scott)

σύγγονος: -ον, ποιητ. ἐπίθ. = συγγενής, σύμφυτος, ἔμφυτος ἐκ γενετῆς, φυσικός, ἀτρεμία Πινδ. Ν. 11. 15· ξύγγονόν [ἐστι] βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 885. ΙΙ. ἐσχετισμένος δι’ αἵματος, συγγενής, Λατ. cοnnatus, Πινδ. Π. 9. 190, Εὐρ. Ἱππ. 1379, κτλ.· σ. ἑστία Πινδ. Ο. 12. 21· σ. τέχναι, αἱ κατάλληλοι εἰς τὸ γένος αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 86· συγγόνῳ φρενί Αἰσχύλ. Θήβ. 1034· συγγόνων Τρ. νύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1190· ― ὡς οὐσιαστ., ἀδελφός, ἀδελφή, Εὐρ. Ι. Τ. 795, 805· ξ. Διοσκόροιν Ἑλένη ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 411, κτλ.· σύγγονοι, συγγενεῖς, Πινδ. Ο. 8. 105, Π. 3. 60, Εὐρ. ΙΙΙ. ἐγχώριος, ὁ ἐκ τῆς χώρας τινός, ὕδωρ Σοφ. Ἀποσπ. 758.