διλογέω
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
A repeat, X.Eq.8.2; περὶ τῶν αὐτῶν D.S. 16.46:—Pass., διλογηθὲν ὄνομα Demetr.Eloc.267:
Greek (Liddell-Scott)
δῐλογέω: ἐκ νέου λέγω, ἐπαναλαμβάνω, Ξεν. Ἱππαρχικ. 8, 2, Διόδ. 16. 46· ― Ρημ. ἐπίθ. -ητέον, Δημ. Φαλ. 202.