τρίπλεθρος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ον,
A three πλέθρα wide, Pl.Criti.115d, X.An.5.6.9, Inscr.Cret.1. v 21 (Arcades, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1145] drei πλέθρα lang; Plat. Critia. 115 ό; Xen. An. 5, 6, 9.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπλεθρος: -ον, ὁ ἔχων εὖρος τριῶν πλέθρων, Πλάτ. Κριτί. 115D, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 9· διάστημα τρ. Διόδ. 17, 7.