κυλλαίνω
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
A = κυλλόω, ὦτα κ. κάτω let them hang down, prob. in S.Fr.687. II intr., halt, limp, metaph., κυλλαίνων ὁ νοῦς Ph.Fr. 58 H.
Greek (Liddell-Scott)
κυλλαίνω: κυλλόω, κ. ὦτα κάτω, κρεμῶ αὐτὰ κάτω, Σοφ. Ἀποσπ. 619· κυλλαινόμενοι, γινόμενοι κυλλοί, «κουλλοὶ» ἢ χωλοὶ (κοινῶς: κοιλ-), Ἱππ. 819D.