κατασκευασμός
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
ὁ,
A contrinance, D.24.16; ἐκ δατασκευασμοῦ, Lat.ex composito, D.C.38.9, al.
German (Pape)
[Seite 1378] ὁ, = κατασκεύασμα, bes. Mittel, Erfindung, ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν Dem. 24, 16; – ἐκ κατασκευασμοῦ, nach Verabredung, D. Cass. 38, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκευασμός: ὁ, μηχανισμός, μηχάνημα, ἐπινόημα, κ. ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν Δημ. 705. 3· ἐκ κατασκευασμοῦ, Λατ. ex instituto, composito, ἐκ συνεννοήσεως, Δίων Κ. 38. 9.