βαττολογέω

From LSJ
Revision as of 10:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαττολογέω Medium diacritics: βαττολογέω Low diacritics: βαττολογέω Capitals: ΒΑΤΤΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: battologéō Transliteration B: battologeō Transliteration C: vattologeo Beta Code: battologe/w

English (LSJ)

   A = βατταρίζω, speak stammeringly, say the same thing over and over again, Ev.Matt.6.7, Simp. in Epict.p.91D.

German (Pape)

[Seite 439] unnützes Zeug schwatzen, plappern, stammverwandt mit βατταρίζω, N. T. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βαττολογέω: βατταρίζω, ὁμιλῶ τραυλίζων, ἐπαναλαμβάνω τὸ αὐτὸ πολλάκις (ὡς ποιοῦσιν οἱ ἔχοντες δυσκολίαν περὶ τὴν γλῶσσαν), Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 7, Σιμπλίκ. π. Ἐπίκτ. 340· - ῥηματ. ἐπίθ., -λογητέον, Ἐκκλ.· - ἐντεῦθεν βαττολογία, ἡ, = βατταρισμός, ματαιολογία, φλυαρία, Ἐκκλ., οἵτινες ὡσαύτως μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν βαττολόγημα, τό, καὶ βαττολόγος, ὁ, ἡ. (Ἡ ῥίζα εἶναι τὸ κύριον ὄνομα Βάττος, ὅπερ φαίνεται ὡς ὀνοματοπ. ἀπό τινος τραυλίζοντος, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 155· περὶ τῆς παροιμίας τὸ Βάττου σίλφιον, ἴδε σίλφιον).