ἀνθομολογέομαι

From LSJ
Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθομολογέομαι Medium diacritics: ἀνθομολογέομαι Low diacritics: ανθομολογέομαι Capitals: ΑΝΘΟΜΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: anthomologéomai Transliteration B: anthomologeomai Transliteration C: anthomologeomai Beta Code: a)nqomologe/omai

English (LSJ)

   A make a mutual agreement or covenant, πρός τινα D.33.8(s.v.l.), Plb.5.105.2; ὑπέρ τινος 15.19.9; τινί PTeb.21.6(ii B.C.); περί τινος ib.410.14 (16 A.D.).    II confess freely and openly, τὰς ἀρετάς τινος D.S.1.70; ἁμαρτίας J.AJ8.10.3; τὸν τοῦ βασιλέως θάνατον Plb.15.25.4: abs., 30.8.7.    2 admit, signify, πρός τινα μηδὲν ἑωρακέναι 29.17.1; ὡς . . Plu.Brut.16.    3 assent, agree, τοῖς εἰρημένοις Plb.28.4.4.    4 return thanks to God, LXXPs. 78(79).13. Ev.Luc.2.38; χάριν ἀ. return thanks, Plu.Aem.11:—Act., -λογέω admit a claim, is late, PGrenf.2.71ii14 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 233] gegenseitig übereinkommen, πρός τινα, Dem. 33, 8; frei u. offen gestehen, πρός τινα, Pol. 5, 56; neben σύμφωνος ἦν 30, 8; τοῖς εἰρημένοις, beistimmen, 28, 4 u. öfter; vgl. Plut. Brut. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθομολογέομαι: μέσ., συμφωνῶ, κάμνω συμφωνίαν, πρός τινα, ἀνθομολογησάμενος πρὸς τοῦτον ὠνὴν ποιοῦμαι τῆς νεὼς Δημ. 894. 26, Πολύβ. 5. 56, 4· τινὶ ὁ αὐτ. 10. 45, 10. ΙΙ. ὁμολογῶ παρρησίᾳ, τὰς ἀρετάς τινος Διόδ. 1. 70· χάριν Πλουτ. Αἰμίλ. 11· ἁμαρτίας Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 8. 10, 3: ἀπολ., Πολύβ. 30. 8, 7· πρός τι ὁ αὐτ. 15. 27, 9. 2) ἀποδίδω εὐχαριστίας τῷ θεῷ, Ἑβδ. (Ψαλ. οη΄, 13), Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. β΄, 38.