ἐνοφθαλμίζω
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
A inoculate, bud, δένδρον ἓν ἀπὸ πλειόνων Thphr.CP5-5.4, cf. Gp.10.77.1:—Pass., Inscr.Délos 366B20, Procl. in Cra.p.39P.
German (Pape)
[Seite 851] inokuliren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοφθαλμίζω: ἐγκεντρίζω, «μπολιάζω», δένδρον ἀπό τινος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 4· ἐνοφθαλμισμός, ὁ, τὸ ἐνοφθαλμίζειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 1 καὶ 2, Πλούτ. 2. 640Β, Γεωπον. 10. 75, 1., 10. 77, 1· οὕτω καὶ ἐνοφθάλμισμα, τό, Συνέσ. 294C.